- θυρεοειδοεπιγλωττιδικός
- και θυρεοεπιγλωττιδικός, -ή, -όανατ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θυρεοειδή χόνδρο και στην επιγλωττίδα τού λάρυγγα («θυρεοεπιγλωττιδικός μυς» — ο μυς που συνδέει τον θυρεοειδή χόνδρο με την επιγλωττίδα).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. thyroepiglottic < thyro- (πρβλ. θυρεο-ειδής) + epi-glottic (πρβλ. επι-γλωττιδικός)].
Dictionary of Greek. 2013.